σέκος, επίθ. [<ιταλ. secco (= ξηρός)], ξερός·
- μένω σέκος, α. λιποθυμώ: «του ’ρθε μια πέτρα στο κεφάλι κι έμεινε σέκος». β. σκοτώνομαι ακαριαία ή πεθαίνω απότομα: «έφαγε μια σφαίρα στην καρδιά κι έμεινε σέκος || εκεί που καθόμασταν και μιλούσαμε ήσυχα ήσυχα, έπαθε ένα καραμπινάτο έμφραγμα κι έμεινε σέκος». γ. μένω άναυδος, εμβρόντητος: «μόλις τον είδα μέσα στην καινούρια αυτοκινητάρα του, έμεινα σέκος»·
- τον άφησα σέκο, α. τον άφησα λιπόθυμο, ιδίως ύστερα από χτύπημα που του κατάφερα στο κεφάλι: «του ’δωσα μια με την καρέκλα στο κεφάλι και τον άφησα σέκο». β. τον σκότωσα ακαριαία ή έγινα αιτία να πεθάνει απότομα: «του ’ριξα μια σφαίρα στο κεφάλι και τον άφησα σέκο || έπαθε ένα καραμπινάτο έμφραγμα, που τον άφησε σέκο». γ. τον άφησα άναυδο, εμβρόντητο: «μόλις του ’δωσα χωρίς δεύτερη κουβέντα τα λεφτά που μου ζήτησε, τον άφησα σέκο».